Ο Αλατισμένος Σταυρός της Λευτεριάς
Γεράσιμος Σωτ. Γαλανός
Αντιβούιζαν τα μεγάλα τουρκικά κανόνια για να πέσει το Μεσολόγγι στα χέρια του Ομέρ Βρυώνη και του Κιουταχή. Πλησίαζαν Χριστούγεννα του 1822… Το ζύγι ασύμμετρο στους δίσκους της ζυγαριάς. Μολύβι βαρύ και οπλισμού καμάρια, μισθοφόρους πεινασμένους και διψασμένους για σάρκα και αίμα, όλα τούτα ήταν λαμπερά κοσμήματα στρατοπέδου, υπογραμμισμένα με τουρκική σίγουρη βούλα, που την καμάρωνε και τα διαφέντευε η Τουρκιά. Μέσα στο Μικροάλωνο του Κόσμου, το Μεσολόγγι, ήταν όλα παραμερισμένα τα της ζωής μαργαριτάρια, όλα, με πρώτο το γάλα της μάνας και του ανήμπορου τη βοήθεια. Το Μεσολόγγι κρατούσε άμυνα με πέτρες και ξύλα ενάντια στους ανέμους της Τουρκιάς, κι ομοίαζε μικρή σταγόνα, πόκρυβε μεγάλη δύναμη. Το ξεσκλούδιον ρούχο των Μεσολογγιτών, γινόταν στη μάχη συμπαγές βελούδο, ασπρογάλανο, ωσάν της Σημαίας μας τα χρώματα.
Κι ήρθε ο ποιητής, καλεσμένος από Άνωθεν…, ο μεγάλος Διονύσιος Σολωμός, κι σκέφτηκε πως, του να ξημερώνει Χριστούγεννα, είναι άνοιξη, όπου οι λόγγοι ανθίζουν για το Τέκνο του Θεού. Υπέρβαση εικόνας και λόγου, του να ταυτίζεις τον Δεκέμβριο με της άνοιξης τις ενέργειες και τα χρώματα. Οι κριτικοί της μελέτης του έργου του Εθνικού μας ποιητή, δεν μπορούν να την αισθανθούν τούτη τη θεία ποιητική υπερβολή. Μα γνώριζε ο ποιητής, πως, θα έρθει στιγμή, οπού οι λόγγοι θα ανθίσουν αιωνιότητα για το Μεσολόγγι, μια νυχτιά του Απρίλη στα 1826.
Και εκεί που έγραφε ο Σολωμός, ξεγλιστρά από το κάδρο του Νου του, η Ελευθερία και παίρνει των ομματίων της τη δύναμη και φτάνει στο Μεσολόγγι. Την άρπαξε το μάτι του ποιητή και την αποτύπωσε φανερώνοντάς μας την, για πού ήθελε να πάει. Πριν τη φανερώσει, την πρόλαβε και της υπενθύμισε την καταγωγή της..
Απ’ τα κόκαλα βγαλμένη
των Ελλήνων τα ιερά,
και σαν πρώτα ανδρειωμένη,
χαίρε, ω χαίρε, Ελευθεριά!
Πήγες εις το Μεσολόγγι
την ημέρα του Χριστού,
μέρα που άνθισαν οι λόγγοι
για το τέκνο του Θεού.
Παράδοξο, μα μεγάλο ποιητικό τοπίο, πως ένας ποιητής, στη γλώσσα Έλληνας και στη σύλληψη τραγικός, που ποτέ σάρκα γυναικεία δεν χάρηκε, ποτέ του δεν την άγγιξε, πως, συνταίριαξε δυο γυναικεία μορφοείδωλα να συναντιούνται αβίαστα στο ύψιστο σημείο ενός ματωμένου για λευτεριά ελληνικού αγώνα. Σκηνή μεγάλου παγκόσμιου ποιητικού παλμού, σε ελληνικό μόνο πεντάγραμμο θα μπορούσε να γραφτεί και μόνο τούτη η συνάντηση…
Και η Θρησκεία τολμά να ορκίζει την Ελευθερία, με όρκο πάνω στο αίμα των σκοτωμένων, και να την βάζει, να πάρει άδεια έλευσης από το χώμα για να μπει στο ιερό Μεσολόγγι.
Σου ‘λθε εμπρός λαμποκοπώντας
η Θρησκεία μ’ ένα σταυρό,
και το δάκτυλο κινώντας
οπού ανεί τον ουρανό,
«σ’ αυτό», εφώναξε, «το χώμα
στάσου ολόρθη, Ελευθεριά!».
Και φιλώντας σου το στόμα
μπαίνει μες στην εκκλησιά.
Έπειτα, η Ελευθερία νιώθει και αφουγκράζεται το του θανάτου σκηνικό και το μετατρέπει σε ουράνια φωταγωγία.
Εις την τράπεζα σιμώνει,
και το σύγνεφο το αχνό
γύρω γύρω της πυκνώνει
που σκορπάει το θυμιατό.
Αγρικάει την ψαλμωδία
οπού εδίδαξεν αυτή•
βλέπει τη φωταγωγία
στους Αγίους εμπρός χυτή.
Προπαραμονή Χριστουγέννων στα 1822, κάπου- κάπου χτυπά η καμπάνα να υπενθυμίσει πως έρχονται Χριστούγεννα. Μα απέξω από τον παλιοφράκτη του Μεσολογγίου, 10.000 κορμιά Τουρκιάς και Αραπιάς, σέρνουν τα πόδια, ως σημάδι επίθεσης για να αλωνίσουν βάρβαρα τη ζωή του Μεσολογγίου και να χαρεί ο μαύρος τουρκικός θάνατος. Στη σκηνή του Ομέρ Βρυώνη ακούγεται η φωνή του, τραντάζει τον Κάτω Κόσμο και ο αντίλαλος που ανεβαίνει έρχεται στα αυτιά του Γεώργιου Ζούκα (Γιάννης Γούναρης). Ο Ομέρ λέει το σχέδιο του…
Λυτρωμένος Δέσμιος αυτός ο άνθρωπος από τα Ιωάννινα, ο μετέπειτα Γιάννης Γούναρης. Τον πήραν με τη βία να γίνει κυνηγός του Ομέρ Βρυώνη, όχι έτσι, αλλά με υποθήκη την οικογένειά του, τους συγγενείς του, όλοι στην Άρτα έμεναν…
Τι άλλο από Ελεύθερος Πολιορκημένος ήταν, μα όχι δεν έμοιαζε ως τέτοιος, ήταν Ελεύθερος Πολιορκημένος έξω από τα τείχη του Μεσολογγίου.
Σούρουπο, αύριο θα ξημέρωνε Χριστούγεννα στα 1822. Πήρε το όπλο του, πως θα κυνηγήσει πουλιά, μαυροπούλια στη λιμνοθάλασσα του Μεσολογγίου, για να ταΐσει τον Ομέρ Βρυώνη. Τα βήματά του βαριά, μα θα τα ξεκούραζε με το Αλάτι της Ελευτεριάς και περπατούσε, κι όλο περπατούσε, στα πλαϊνά της λιμνοθάλασσας μήπως και βρει και ξελαφρώσει και πει το μυστικό που άκουσε στη σκηνή του Ομέρ Βρυώνη.
Δυο όπλα μαζί του, το Αλάτι της Ελευθεριάς και ο Σταυρός της Θρησκείας του, του Εσταυρωμένου. Βλέπει έναν στο βάθος του απλωμένου νερού, να αγωνιά να πιάσει δυο χέλια, δυο ψάρια για την οικογένειά του, Στέκεται και τον φωνάζει, πλησίασε άνθρωπέ μου, είμαι Έλληνας, μη φοβάσαι…
Πώς λέγεσαι; Είμαι Μεσολογγίτης του απάντησε. Πήγαινε και πες στους Μεσολογγίτες, στους δικού σου, πως αύριο, Χριστούγεννα, μην πάτε στις εκκλησιές, μόνο να χτυπήσουν οι καμπάνες, αλλά εσείς να είσαστε πάνω στο φράκτη. Αυτή την απόφαση έχουν πάρει οι Τούρκοι, όταν θα είσαστε στην εκκλησιά, να μπουν και θα σας σφάξουν όλους. Ο ψαράς Μεσολογγίτης δεν πείστηκε από τα λόγια, τα νόμισε όπως τα άκουσε υπερβολικά…. πονηρά…
Προβάλει η Θρησκεία, λαμποκοπώντας στην όψη της, και του φωτίζει του Γούναρη το Νου. Ξεχνά το δίλλημα, αν μαρτυρήσω το μυστικό σχέδιο του Ομέρ Βρυώνη, θα σκοτώσει τη γυναίκα μου, τα παιδιά μου, τους συγγενείς μου… Μα τότε, πιο φωταγωγημένη στέκει η Θρησκεία και του οπλίζει τα Χέρια και το Νου!
Για δες με ψαρά, σου κάνω το σημείο του Σταυρού, και στο φιλώ… είμαι Χριστιανός, ενημέρωσε τους Μεσολογγίτες.
Χριστούγεννα στο Μεσολόγγι στα 1822, άδειες οι Εκκλησιές, τα μανουάλια άδεια, τα λιανοκέρια ξάπλα στη θήκη, αχρησιμοποίητα, δεν έχουν έστω λίγο αχνοφέγγισμα οι εικόνες των αγίων, απλωμένη παντού η θολή γάζα της σιωπής και της εγκαρτέρηση. Πήραν απόφαση οι Μεσολογγίτες, η Θεία Γέννηση του Θεανθρώπου θα γίνει στο φράκτη του Μεσολογγίου. Η απόκρουση των εφορμήσεων του τουρκικού στρατού θα γίνει νικηφόρα για τους Μεσολογγίτες…
Μετριούνται οι Τούρκοι, οι νεκροί τους περίπου 800.
Μετριούνται οι Μεσολογγίτες, ελάχιστοι, ούτε 7 σκοτωμένοι.
Ο Γούναρης πήρε τα βουνά, κατέφυγε στην Κλεισούρα, έγινε μοναχός, το αίμα των δικών του ανθρώπων στην Άρτα, ήταν αρκετό. Η Θυσία του στύλωσε το Μεσολόγγι και το δίδαξε στην άμυνα της ψυχής, έως που το θέρισε η πείνα και σκότωσε τους Ελεύθερους Πολιορκημένους, την άνοιξη του 1826, μέσα στο προδομένο σκοτάδι που τους φύλαξε η Τύχη και η Ιστορία.