Ένα άγνωστο ληξουριώτικο σονέττο
για τη Χολέρα του 1850
6ο μέρος
Γεράσιμος Σωτ. Γαλανός
Θα μπορούσε κανείς να γράψει ολόκληρο βιβλίο για τις παλιές επιδημίες που μάστιζαν στους περασμένους αιώνες την ανθρωπότητα. Τα κατά τόπους συμβάντα, αντιμετωπίσεις και συμπεριφορές ανθρώπων κατά τη διάρκεια αυτών των επιδημιών, έχουν ενδιαφέρον γιατί κρύβουν ομοιότητες και διαφορές που χαρακτηρίζονται από την οικονομική κοινωνική και ταξική μορφή της κοινωνίας της εποχής των γεγονότων.
Για τη χολέρα που χτύπησε την Κεφαλονιά το 1850 οι ιστορικές αναφορές είναι πολλές και τα ευρύτερα λεπτομερειακά στοιχεία για γεγονότα και στιγμές κρύβουν ενδιαφέρον φανερώνοντας εικόνες που αντανακλούν στο σήμερα με την επιδημία του Κορονοϊού.
Η χολέρα στην περιοχή του Ληξουρίου, χτύπησε περισσότερο τους Ποταμίτες , οι οποίοι έμειναν αβοήθητοι σε μεγάλο βαθμό, πρώτα από ιατρούς και ιερείς. Αυτό δε συνέβηκε μόνο στο Ληξούρι αλλά και σ’ άλλους τόπους του νησιού, με αποτέλεσμα τόσο ο μητροπολίτης Σπυρίδων Κοντομίχαλος όσο και ο γιατρός Χαράλαμπος Πρετεντέρης να αναφέρονται επικριτικά για τη στάση αυτών που επιβάλλονταν να είναι στην πρώτη γραμμή βοηθείας. Βέβαια, εξαιρέσεις βοήθειας προς τους χολεριασμένους, (Βλ. το λεπτομερές άρθρο του Πρωτοπρεσβύτερου Ιωάννη Μεσολωρά : Ιερωμένοι και λιτανείες στη Χολέρα του 1850– διαδίχτυο 19-3-2020) υπήρξαν με πρώτους τους ιερείς: Παπα- Μπασιά (Άγιο Παναγή Μπασιά), τον ιερομόναχο και πνευματικός Ιωαννίκιο Ζαφειρόπουλο, τον ιερέα Τζουλάτη (αυτόν τον αναφέρει ο Πεντόγαλος) τον ιατρόν Λεωνίδη Κατσαΐτη. Ο τελευταίος στάθηκε μεγάλος σωτήρας για πολλούς Ποταμίτες του Ληξουρίου, και όταν το κακό πέρασε, οι νοσούντες το αναγνώρισαν τιμητικά στο πρόσωπό του, προσφέροντας του έναν Σταυρό, χρυσό με πολύτιμους λίθους κοσμημένον.
Υπήρχαν και κάποιοι γιατροί, αλλά και ιερείς που προέβαλαν δικαιολογίες και κατέφυγαν στην εξοχή του Ληξουρίου, όπως και πολλοί που είχαν δική τους γη, εκτός πόλης, βρίσκοντας ασφαλές καταφύγιο, αδιαφορώντας για το πρόβλημα που αντιμετώπιζαν οι συνάνθρωποί τους.
Μέσα στους ευαίσθητους της ιατρικής και της ανοικτής ματιάς, που είχαν στραμμένη την προσφορά τους στους αρρώστους της χολέρας ήταν ο ιατρός Χαράλαμπος Πρετεντέρης, που πέρα από τις ιατρικές πρακτικές αναφορές που μας κληροδότησε και τις επιστημονικές θεραπείες επί της αρρώστιας αυτής, σχολιάζει στο κείμενό του, πώς, είδε κρούσματα εγκαταλείψεως ασθενών, αλλά και συγκινητικές παρουσίες στο προσκέφαλο των ετοιμοθάνατων. ( C. Typaldos Pretenteris, Du Cholera Epidemique observe a Cephalonie en 1850, εν Αθήναις, σελ. .64).
Στις σελίδες 17-18 περιγράφει πως μια οικογένεια από δώδεκα μέλη, που αφού κήδευσε τη μια μέρα ένα μέλος της από χολέρα, μέσα σε μια νύχτα, την επομένη προσβλήθηκε ολόκληρη και το πρωί δε ζούσαν παρά δυο βρέφη και ο γέρος παππούς που φρόντισε να θάψει όλους αυτούς τους δικούς του νεκρούς. Στοιχεία πολλά για τους θανάτους αυτής της χολέρας του 1850 μας δίνει η εφημερίδα «Χωρικός» της εποχής και τα τοπικά αρχεία, με πρώτο της Ιακωβατείου Βιβλιοθήκης -των Αδελφών Ιακωβάτων.
Στο αρχείο αυτό φυλάσσεται στο φάκελο 154, ποίημα με τα αρχικά του δημιουργού του Κ.Ζ., που αφορά τους ιατρούς και γενικά όσους δεν βοήθησαν τους νοσούντες από τη χολέρα. Το ποίημα μπορεί να έχει μια δυσκολονόητη εν μέρει δομή, αλλά ο ποιητής του κάνει μια διαμαρτυρία πολλή σημαντική για την αδιαφορία και λιποταξία μεγάλου μέρους των ιατρών του Ληξουρίου από τη μάχη με την αρρώστια. Επιπλέον Βλ. Γεράσιμος Πεντόγαλος, Χρονικό της Χολέρας του 1850 στην Κεφαλονιά, 1970.
«Η συνείδησις ή ο αδυσώπητος έλεγχος των λιποτακτισάντων ιατρών εν καιρώ χολέρας από το Ληξούριον κατά το 1850, κατά τον μήνα 7βριον. Εις φιλαλήθης πάλιος α.θ.α.»
«Θιάφι σβυμμένον πρόσωπον, και μάτι αγριομένον
είχε ως χάρος κι’ αφριζ’ η Συνείδησις, κι’ αρχίζει.
Προδόται αδυσώπητοι! Πώς!!! Τον λαόν θαμμένον
είδατε Σεις και φεύγεται;! Το αίμα του αχνίζει;
Κι’ εκδίκησιν ανείλων ζητά. Δεν σας γνωρίζει;!
Καί πρότερον εγνώριζε. Πλην ο πτωχός χωσμένον
το πάθος είχ’ ως εύσπλαχνος, αλλά τώρα αφρίζει,
λυσσά, και τον καθένα σας τον θέλει νεκρομένον!
Είπε και άφησε νεκρούς (νεκρός όθεν εκκλείψει!)
Σαλπίζει εκτοτ’ έμπροσθεν στου καθενός το πτώμα
Κι’ ενώ κοίτετ’ αναίσθητον πάσχει αιώνια θλίψη.
Το σάλπισμα της είν’ φωνή οχ του Θεού το στόμα
φωνάζουσα «το άσπλαχνον εγώ θέλω συντρίψει!»
Τα πάντα είδε εναργώς το θείο αυτού όμμα.»