Διήγημα Ιωάννη Κοσμάτου “Τα δέντρα δε μεγαλώνουν στη σκιά” για την Παγκόσμια Ημέρα κατά του ρατσισμού

spot_img

21η Μαρτίου – Παγκόσμια Ημέρα κατά του ρατσισμού.
Για να ακούσουμε πώς σφυρίζει ο άνεμος της αδελφοσύνης στις ματωμένες γειτονιές του κόσμου.

Γ. ΡΙΤΣΟΣ

Τα δέντρα δε μεγαλώνουν στη σκιά

Στάθηκα μπροστά από τη γιγάντια, σκουριασμένη πόρτα. Χτύπησα το κουδούνι του ΦΙΛΙΚΟΥ ΣΧΟΛΕΙΟΥ στο γκέτο του Μπρούκλιν. Τριβέλιζαν το μυαλό μου τα λόγια του συναδέλφου. « Ωχ … όχι πάλι στη χαβούζα». Ένα ορθογώνιο γκρίζο κτίριο με απέραντους διαδρόμους και κάγκελα. Το Κέντρο Νεότητας είχε κληθεί για άλλη μια φορά να υλοποιήσει ένα πρόγραμμα για μαθητές με μειωμένο ενδιαφέρον, παραβατική συμπεριφορά και κανέναν στο σπίτι. Στόχος να μειωθεί η σχολική διαρροή και η ομαλή ένταξη στην κοινωνία. Σ’ αυτό φοιτούσαν τριάντα τέσσερα έγχρωμα παιδιά τα οποία δήλωναν ως κατοικία μόνο την περιοχή και σπάνια οδό και αριθμό. Στη θέση στο όνομα γονέα -κηδεμόνα σε μερικά παιδιά απουσίαζε το όνομα της μητέρας , στα περισσότερα του πατέρα. Ο Λιρόι είχε εγκαταλείψει το σχολείο πολλές φορές. Υπήρχε ένα μαύρος κόσμος κι ένας άσπρος κόσμος.
Η αδελφή του, αν κι έπρεπε να ήταν σχολείο, εμφανίστηκε μια Δευτέρα κι εξαφανίστηκε. Κανείς δεν ρωτούσε, γιατί όλοι γνώριζαν. Ο ίδιος δεν ήθελε να μιλάει γι αυτήν. Υπήρχαν τρεις μαθήτριες σε εγκυμοσύνη και δύο ήταν ήδη μητέρες.

Ο Λιρόι, παλικάρι με μυς παλαιστή, με την πλατιά μύτη και το κενό ανάμεσα στα μπροστινά δόντια που χωρούσε ένα στυλό, είχε βεβαρημένο ποινικό μητρώο με μικροκλοπές, οδήγηση χωρίς δίπλωμα, συμπλοκές με την αστυνομία, ενόχληση σε ώρες κοινής ησυχίας. Τελευταία είχε χτυπήσει άγρια έναν νοσοκόμο.

SMARTWATCHES ΓΙΑ ΠΑΙΔΙΑ - Βρείτε τα στο κατάστημα MySystemLand στο Αργοστόλι
Προμηθευτείτε προαιρετικά και την SIM κάρτα

«Γιατί τον χτύπησες;» τον είχαν ρωτήσει στο αστυνομικό τμήμα.
«Γιατί σήκωσε το σεντόνι και μου έδειξε τη νεκρή μάνα μου».
Τη νύχτα στους δρόμους του Μπρούκλιν ζώα και άνθρωποι ψάχνουν τα απορρίμματα της ημέρας. Ο Λιρόι ήταν γέννημα θρέμμα της γειτονιάς. Κρύφτηκε στα σοκάκια, αψήφησε τους γονείς, εάν ήταν γονείς, ζεματίστηκε από μπηχτές των γειτόνων γι αυτούς κι έμαθε καλά να μη ψάχνει να βρει το καρβέλι ολόκληρο.

Στην πρώτη συνεδρία πλησίασε παίζοντας με ένα βιβλίο, όπως κάνει ένας ζογκλέρ. «Κύριε, διαβάστε εδώ». «Η ελευθερία είναι το πολυτιμότερο αγαθό για τον άνθρωπο». Τίποτα πρωτότυπο. Αλλά ο παμπόνηρος είχε άλλα σχέδια. Έσπρωξε κάτω από τη μύτη μου το βιβλίο. «Διάβασε εδώ, σελίδες 88,89». «Οι περισσότεροι Νότιοι μεταχειρίζονται τους σκλάβους με καλοσύνη». Κατεύθυνε με το δάκτυλο τη ματιά μου στην επόμενη παράγραφο πιο κάτω «Εκεί οι ιδιοκτήτες βαμβακιού έλεγαν: Οι σκλάβοι έχουν καλά σπίτια και άφθονο φαγητό. Όταν αρρωσταίνουν τούς φροντίζουμε». «Σκατά». Έκλεισε το βιβλίο κατάμουτρα και ίσα που πρόλαβα να φτάσω στη τελεία. Μια άλλη μέρα στη τάξη σήκωσα μια σαΐτα, μια κομμένη σελίδα από το βιβλίο Ο ΚΟΣΜΟΣ ΜΑΣ ΣΗΜΕΡΑ. «Οι κάτοικοι των βρετανικών νησιών είναι σαν και μας, ανάμικτοι. Οι πρόγονοί τους ανήκουν σε μια ισχυρή φυλή της Β. Ευρώπης τους Κέλτες, Σάξονες, Άγγλοι κλπ. Όλων αυτών η ενέργεια και οι ικανότητες εμφανίζονται και στους απογόνους τους. Με μια τέτοια κληρονομιά τι πιο φυσικό οι Βρετανοί να πρέπει να εγκατασταθούν σε πολλά μέρη του κόσμου και να κτίσουν τη μεγαλύτερη αυτοκρατορία». Και λίγο πιο κάτω. «Η Αφρική χρειάζεται περισσότερους λευκούς μάνατζερς για να δείξουν στους μαύρους πώς να δουλεύουν και να διαχειρίζονται τις φυτείες τους». Ήταν τα βιβλία των λευκών που ποτέ δεν έφταναν έγκαιρα.

Το Γραφείο ήταν χώρος ανακωχής και το στρατηγείο. Οι αποφάσεις αφορούσαν στους ίδιους τους εκπαιδευτικούς. Έφταναν κάθε πρωί από τα προάστια με μούτρα ξινισμένα. Μετρούσαν τις ώρες μέχρι το τελευταίο κουδούνι και έφευγαν ξεφυσώντας. Οι προτάσεις που ακούγοντας δεν κάλυπταν τις ανάγκες των μαθητών. « Να τους αναγκάσουμε να φορούν ομοιόμορφη στολή». Στη σαραβαλιασμένη βιβλιοθήκη ξεχώριζε το βιβλίο Η Κουλτούρα της Φτώχειας. Ήταν αυτό που ζούσαμε. Πιο πέρα Ένα Δέντρο μεγαλώνει στο Μπρούκλιν. Σιγά μην έχουν ζωή τα δέντρα του Μπρούκλιν. Το διάβασα τριάντα χρόνια μετά. Ο Λιρόι συνέθλιψε ένα κουνούπι στον τοίχο , το έκλεισε σε κύκλο με κόκκινη κιμωλία και έγραψε καθηγητής Rashel. Δίπλα σε έναν μεγαλύτερο κύκλο με μάτια, στόμα και αυτιά έγραψε διευθυντής Sneider.

Μια άλλη ημέρα ήρθε στη συνεδρία και στο δεκάλεπτο αναπήδησε από την καρέκλα και έφυγε εκτοξεύοντας βλαστήμιες και κατάρες. Στο τραπέζι βρήκα ένα τετράγωνο χαρτάκι. «Τι ζητάς από εμάς; Αφού ξέρεις οι φτωχοί φτιάχνουν γκέτο, οι πλούσιοι προάστια. Έχουν σχολεία ανοικτά, εμείς με λουκέτα. Εκείνοι έχουν τράπεζες ενώ εμείς κομπόδεμα στο μαντήλι».

Ήταν να τους ενθαρρύνω να γράψουν για τα συναισθήματα τους και για κάτι που τους ενδιέφερε. Τριάντα τέσσερα βαριεστημένα , ανέκφραστα πρόσωπα απέναντι. Έβαλα τα χέρια στην έδρα αποφασιστικά και πήρα μια βαθιά ανάσα. «Έχετε τη γλώσσα σας ,ένα εργαλείο να κατευθύνετε και να ελέγχετε τη ζωή σας ώστε να μπορείτε να εκφράζετε ιδέες και να αντιλαμβάνεστε καταστάσεις». Τα κορίτσια πιο υπάκουα άρχισαν να γράφουν το όνομά τους και την ημερομηνία στο επάνω μέρος του χαρτιού. Ο Λιρόι και η παρέα του άρχισαν να γελάνε και να χασμουριόνται. Ξάπλωσαν πάνω στα χαραγμένα με σουγιά θρανία τους.

«Τι συμβαίνει;»
Ο Λιρόι βιάστηκε να απαντήσει για τους υπόλοιπους. « Ξέρουμε τι μας ενδιαφέρει αλλά δεν θα μας αφήσετε να γράψουμε ποτέ γι αυτό».
«Τι είναι; » ρώτησα περισσότερο για να μη χαθεί η επικοινωνία.
Χαχανητά πλημύρισαν την αίθουσα. Δεν μου απάντησαν, ίσως για να αξιολογήσουν την ευφυΐα μου. Ένα ζευγάρι αθλητικά παπούτσια έφυγε κάτω από το τελευταίο θρανίο με προορισμό το πρώτο.
O Μπέτζαμιν, ένας από τους καθηγητές, τον πέτυχε στον δρόμο.
«Γιατί δεν έρχεσαι σχολείο, Λιρόι;»
«Δεν με θέλουν»

Οι συνεδρίες δεν ολοκληρώνονταν ποτέ. Όχι σπάνια η αυλαία έπεφτε με θορυβώδη κλείσιμο της πόρτας και τα όπλα στη φαρέτρα μας αχρησιμοποίητα. Έγιναν οι απαραίτητες επισκέψεις στο σπίτι του Λιρόι. Η πόρτα σαράβαλο ορθάνοικτη άφηνε να φανεί ο πατέρας ανάσκελα με το ένα πόδι έξω από το σιδερένιο ντιβάνι στη μέση του δωματίου. Με το σεντόνι έδιωχνε το λεφούσι από μύγες που τον βασάνιζαν. Υποσχόταν πως θα έκοβε το πιοτό, θα έβρισκε μια γυναίκα για σύζυγο, θα έβρισκε μια δουλειά, θα συναντούσε τους καθηγητές, θα επιδιόρθωνε την πόρτα. Μόνο την τελευταία υπόσχεση κράτησε.

***
«Από δω θα περάσει ο κακόμοιρος ο Λιρόι; Κρίμα».
«Από εδώ όπως κάθε μέρα», ακούστηκε μια φωνή που τελείωσε σε λυγμό.
Οι τοπικές εφημερίδες είχαν γράψει με τεράστια γράμματα. «Δεκαοκτάχρονος μαύρος τραυματίστηκε θανάσιμα από αστυνομικό στη Δυτική πλευρά του Μπρούκλιν». Δύο γιγαντόσωμοι αστυνομικοί περιπολούσαν όταν εντόπισαν μια ομάδα νεαρών στον κεντρικό δρόμο. Συχνά δέχονταν τα παράπονα των μαγαζατόρων για τη συμπεριφορά των τριών νεαρών. Θα μπορούσαν να τους αγνοήσουν αλλά τα λόγια τους είχαν κι ένα υπαινιγμό ανικανότητας γι αυτό που υπηρετούσαν. «Είναι καθάρματα, μπάσταρδοι». Ξαφνικά τα παιδιά βρίσκονται μπροστά τους. Ο Λιρόι σκάει τη χάρτινη σακούλα και τα πολύχρωμα smarties κατρακυλούν στα πόδια τους. Η σιδερένια παλάμη του αστυνομικού γραπώνει το μπράτσο τού Λιρόι . «Συλλαμβάνεσαι, μη κάνεις βήμα, παλιοτόμαρο». Ο Λερόι ξεγλιστράει και τρέχει σαν τρελός. Τα γέλια των φίλων και οι προτροπές τον κάνουν πιο γρήγορο. Ακολουθεί κυνηγητό και μετά από λίγο ένας πυροβολισμός και σιωπή. Ούτε γέλια, ούτε τρεχαλητό. Ακούγονται σειρήνες ασθενοφόρου, κραυγές απόγνωσης και αναθέματα. Το παιδί πέθανε πριν χαράξει η επόμενη μέρα. Ο αστυνομικός φάνηκε να εκπλήσσεται όταν έμαθε πως το παιδί έχασε τη ζωή του. Ανακάλυψαν τη σφαίρα καρφωμένη στη σπονδυλική στήλη.

Πέρασε η πομπή και σταμάτησε στο νεκροταφείο. Οι πελάτες του Woolsworth συνέχιζαν τα ψώνια τους. Κόκκινα τριαντάφυλλα πατημένα εδώ κι εκεί. Ανάμεσα σε αυτά φέιγ βολάν που έγραφαν. «Όχι άλλος φόνος» ή «μπάτσοι δολοφόνοι». Ήταν ο δρόμος του Λιρόι. Φόρτωνε στον ώμο το τεράστιο κασετόφωνο στη διαπασών, χαιρετούσε με το κούνημα του κεφαλιού το τσούρμο των μεταναστών που κάθονταν και παρατηρούσαν τάχα αδιάφορα τους περαστικούς. Ξεχώριζαν το καλλίγραμμο κορμί , το ψαχούλευαν το ανέτεμναν και εάν το εκτιμούσαν θετικά το ξαναζωντάνευαν ολόγυμνο στη ησυχία του υπνοδωματίου τους. ‘Έτσι πάλευαν με την πλήξη. Ιταλοί ,Γιουγκοσλάβοι και Ινδοί μετανάστες ξεροστάλιαζαν σαν σταφίδες κάτω από το καυτό ήλιο. Στις σκάλες των μαυρισμένων τουβλόκτιστων κτιρίων βρίσκονταν αραχτοί οι κλεπταποδόχοι, οι σκουπιδιάρηδες, οι χαμάληδες και άλλοι που δεν τολμούσες μπροστά τους να σηκώσεις το κεφάλι. Τους γνώριζε ο Λιρόι έναν, έναν. Οι περισσότεροι ζούσαν με το επίδομα ανεργίας. Το αίμα κόχλαζε έτοιμο να ξοδευτεί σ’ έναν καβγά. Τα βράδια γλύκαιναν από το μπάντζο και τα σαξόφωνα. Για λίγο όμως. Σταματούσε ξαφνικά η μουσική και ακούγονταν καυγάδες και σπασίματα. Την άλλη μέρα έβρισκες στις σκάλες ένα βρώμικο παπούτσι, σπασμένα γυαλιά κι ένα τσιγάρο που έκαιγε ακόμα.

Ο πάστορας στην ολονύκτια μίλησε για τον άνθρωπο του θεού και το «εμοί το ζην Χριστός και το αποθανείν κέρδος».
Η τελετή ολοκληρώθηκε. Αναγνώρισα τον ψιλόλιγνο άνδρα που πλησίαζε. Μπέρδευε τα βήματά του. Ήταν ο άσωτος πατέρας, όπως του φώναζε κατάμουτρα ο Λιρόι. Ήρθε ακόμη πιο κοντά. Άσπρα γένια αραιά, μάτια φλογισμένα, μαύρο σκουφάκι έτοιμο να πέσει και πουκάμισο στραβά κουμπωμένο. Με σκέπασε με το τεράστιο σώμα του και με φίλησε .
«Σε αγαπούσε εσένα».
Ιωάννης Κοσμάτος

Το Kefalonia Life φιλοξενεί νέα, άρθρα και εκδηλώσεις που αφορούν κυρίως την Κεφαλονιά και την Ιθάκη, καθώς και απόψεις πολιτών, πολιτικών και πολιτικών κομμάτων. Τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν την άποψη των συντακτών τους, χωρίς αυτή να συμπίπτει κατ' ανάγκη με την άποψη του Kefalonia Life.

Ακολουθήστε το Kefalonia Life στο Google News για όλες τις τελευταίες ειδήσεις

spot_img

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΝΕΑ

spot_img
spot_imgspot_imgspot_imgspot_img
spot_img
spot_img