Ιωάννης Κοσμάτος: Ο τρόπος μου να διαλαλήσω την ευγνωμοσύνη μου για ό,τι η παρουσία του Πατρός Γερασίμου χάρισε στη ζωή μας

spot_img

Γράφει ο Ιωάννης Κοσμάτος

Λίγο πριν τη Γέννηση του Θεανθρώπου είναι ο δικός μου τρόπος να διαλαλήσω την ευγνωμοσύνη μου για ό, τι η παρουσία του Πατρός Γερασίμου χάρισε στη ζωή μας. Γιατί η τιμή και ο σεβασμός δεν αποδίδονται με αγάλματα. Υπάρχει ένας άλλος τρόπος, πιο δύσκολος : H μίμηση του βίου του.

Η αποστολή

Ήρθε επιτέλους η μέρα. Σηκώνομαι , ντύνομαι. Το πουκάμισο και οι κάλτσες ανάποδα. Ολόμαυρο μαρμάρινο βάθρο στη μέση της πλατείας. Μια βδομάδα τώρα τη σκουπίζουν. Πάνω σε αυτό, κρυμμένη κάτω από το λευκό πανί βρίσκεται η προτομή. Το πανί γερά δεμένο για να μη το σηκώνει ούτε χέρι ούτε άνεμος . Τριγωνικές, ξεθωριασμένες σημαιούλες ακολουθούν την κίνηση του αέρα κρεμασμένες από μια άκρη στην άλλη. Οι πικροδάφνες καλλωπίστηκαν, οι πλάκες έλαμψαν, το κόκκινο χαλί ξετυλίχθηκε.
Το είδα πρωτοσέλιδο στην τοπική εφημερίδα κάτω από τη φωτογραφία του.

SMARTWATCHES ΓΙΑ ΠΑΙΔΙΑ - Βρείτε τα στο κατάστημα MySystemLand στο Αργοστόλι
Προμηθευτείτε προαιρετικά και την SIM κάρτα

ΠΡΟΣΚΛΗΣΗ
Σας προσκαλούμε στην τελετή των αποκαλυπτηρίων της προτομής του μακαριστού Μητροπολίτη Γ. που θα λάβει χώρα στην Πλατεία… στις…. Θα παραστούν όλες οι αρχές του τόπου.

Την έκοψα. Την έκαψα.
Είναι αυτές οι στιγμές που ένα άνοιγμα εμφανίζεται κι από εκεί ακούγονται οι μιλιές των δυστυχισμένων, των αδικημένων, των φυλακισμένων , των αδίκως εκτελεσθέντων, ,αυτών που έχουν παράπονα φρικτά. Ζητούν να ακουστούν. Ίσως όμως να μην είναι κι έτσι αλλά η φαντασία μας να τα φτιάχνει για μάς ωραία, βολικά.

«Γιάννη, τι καραγκιοζιλίκια είναι αυτά;» Σοκ. «Αδελφέ μου», με φώναζε και κατάφερνε να με φορτώνει ενοχές που δεν μπορούσα να είμαι επαρκής στα αδελφικά μου καθήκοντα .
«Γκρέμισέ το. Μη το αφήσεις…». Δεν προλαβαίνω να ακούσω τις τελευταίες λέξεις. Η μπάντα έρχεται με φούρια από μακριά. Στυλωμένα κορμιά με τα χάλκινα όργανα προέκταση του κορμιού τους. Παιανίζουν κι από πίσω ακολουθεί σε μικρή απόσταση ένα τσούρμο παιδιά, παίζοντας αόρατα όργανα. Ποδοβολητό ακούγεται από όλες τις κατευθύνσεις. Μπουλούκια βαδίζουν προς τον ίδιο προορισμό, την πλατεία. Χέρια φτιάχνουν βιαστικά μαλλιά, γιακάδες , ζώνες, κάλτσες. Δεν πρέπει να υπάρχει ψεγάδι. Ένα φαιοκίτρινο φως αντικαθιστά το φως του ήλιου που χαμηλώνει, για να φωτίσει με τη σειρά του την πλατεία. Οχλοβοή.

Φτάνουν οι επίσημοι. Το κεφάλι ψηλά και λίγο γερμένο προς τα πίσω. Το πηγούνι καρφωτό μπροστά. Ζωγραφίζεται ένα Τζοκόντιο χαμόγελο στα άχρωμα πρόσωπα. Τα μάτια πίσω από τα μαύρα γυαλιά αεικίνητα, ανιχνεύουν τον θαυμασμό γύρω τους. Σε λίγο εμφανίζεται κι ο Δεσπότης. Μουρμουρητά. Με μια ματιά επιθεωρεί το σκηνικό. Φαίνεται ικανοποιημένος. Κι ο κόσμος αρκετός. Χαίρονται που βλέπουν τον δεσπότη τους ικανοποιημένο με τον θρίαμβο να αναβλύζει από τα μάτια του. Έγινε καλή δουλειά. Η μπάντα παίζει το «Μαραμένα φύλλα». Κεριά ανάβουν γύρω μας αλλά ο πεισματάρης αγέρας γρήγορα τα σβήνει.

«Ας αρχίσουμε». Φωνή βραχνή, κρυμμένη στα γένια. Κάνει νεύμα και η μπάντα υπακούει. Μουγκαμάρα. Τα μεγάφωνα στις τέσσερεις γωνιές της πλατείας στέλνουν τη φωνή μέχρι και το τελευταίο σπίτι. Και ο κυρός Γ. ήταν εκείνο κι εκείνο, έκανε αυτό και το άλλο, υπήρξε ευσπλαχνικός , πήγαινε εκεί, τον είδα εκεί, αιωνία του η μνήμη και λοιπά και λοιπά. Αιωρούνται γύρω μας σαν πεταλούδες οι λέξεις αδελφός, ποιμένας , ασκητής, άγιος. Η αντήχηση είναι σαν να περιγελά αυτό που ακούγεται. Μια ομάδα παιδιών βαρέθηκαν και βάλθηκαν να μιμούνται τους ομιλητές.
Μετά εμφανίστηκε στην εξέδρα ο δήμαρχος, Μεγαλόστομος ως συνήθως. Από πίσω ακολουθεί μια κουστωδία, όπως τα παρανυφάκια που κρατούν την ουρά του νυφικού να μην ακουμπήσει στο χώμα. «Τον χάσαμε άδικα, μας βλέπει όλους από ψηλά, όλη η φύση θρηνεί και τέτοια». Απόρησα με τις γνώσεις του για τον εκλιπόντα. Μάλλον θαύμασα την ικανότητα τού υποβολέα του. Τα παιδιά κοίταξαν ψηλά ενώ κάποια έγνευσαν. Ίσως να είναι αλήθεια ότι οι άγιοι είναι ορατοί από αθώες ψυχές. Μετά παίρνει τη θέση του ο πιστός 1, σκυφτό κεφάλι, ο πιστός 2, με ό,τι έχει μείνει από χαρτομάντιλο στο χέρι, ο πιστός 3, χαμηλό βλέμμα και ακολουθούν πιστοί 4, 5 και 6. Εγκώμια. Έρχεται και η σειρά της καμπάνας να δηλώσει την παρουσία της. Λόγια και αντάρα για κάποιον που ερωτεύτηκε τη σιωπή.
«Γκρέμισέ το, Γιάννη». Το είχα ξεχάσει.

Αμάν τα λόγια. Σε εκτροχιάζουν από τα σχέδιά σου. Κίρκες . Ανησύχησα για τα λογικά μου. Τώρα τον βλέπω ολόσωμο. Η τρύπα στο ράσο χάσκει. Το τακούνι από το ένα παπούτσι λείπει. Αυτό τον κάνει να γέρνει από την αριστερή πλευρά. Δεν δίνει σημασία. Το μυαλό μου επιστρέφει στο οικογενειακό τραπέζι. Τον βλέπω να πιάνει με τα ακροδάχτυλα και με σεβασμό ένα κομμάτι ντομάτας από το πιάτο και να αφήνει ανέγγιχτα τα υπόλοιπα καλομαγειρεμένα εδέσματα που είχαμε ετοιμάσει. Δεν ήθελε να μας τα στερήσει. Δυσκολευόταν να καταπιεί γιατί κάποιοι είχαν άδειο στόμα. Προσβληθήκαμε αλλά χαρήκαμε. Τον βλέπω, ορκίζομαι, ολοζώντανο. Το ράσο σχεδόν με αγγίζει και τρέμω. Τώρα σκυφτός σηκώνει στα δύο χέρια τις πλαστικές τσάντες με τρόφιμα και περπατάει προς άγνωστο προορισμό Είναι δίπλα μου, Θεέ μου, όπως τότε όταν άνοιξα τα μάτια από τη νάρκωση στο νοσοκομείο και τον είδα από πάνω μου με χαμόγελο φάρμακο. Ιεροσυλία να κάνεις το χρυσάφι μπρούτζο. Πετροβολισμός να στήνεις στη μέση της πλατείας την προτομή αυτού που ήταν μόνο καρδιά κι αγαπούσε να ζει σε ήσυχες γωνιές. Ποτέ δεν βρέθηκε στο κέντρο. Τοποθετούσε εμάς στο κέντρο της ζωής του. Πάσχιζε να μας χωρέσει στην αγκαλιά του και να μας προσφέρει ένα δείγμα της αγκαλιάς του Κυρίου. Ασέβεια να ακινητοποιείς τον αεικίνητο. Στήσαμε την προτομή και αφήσαμε έξω την καρδιά. Ένα μεγάλος σε σχήμα καρδιάς κόκκινος αμμόλιθος θα τον ανακούφιζε γιατί δεν πήγαν χαμένα λόγια και έργα. Αυτό ήταν που του έπρεπε. Έτσι μας μάζεψε. Σαν κόκκους άμμο και μας ένωσε. Υπήρξε η συγκολλητική ουσία. Είχαμε αποκτήσει τα χαρίσματα του αμμόλιθου. Να συγκρατεί το νερό για να ξεδιψάμε στην άνυδρη πορεία μας. Λέγεται ότι ο λίθος αυτός μετατρέπεται σε χαλαζίτη μετά από άσκηση και δοκιμασίες. Αυτό γίναμε.

Φτάνει η στιγμή που περιμέναμε. Μια φωνή από το μεγάφωνο μας καλεί να σιγήσουμε. Σιωπούν όλοι. Ο Δεσπότης πιάνει το πανί με σταθερό χέρι, το τραβάει. Γι αυτόν δεν είναι κρυφό. Το έχει ήδη δει. Δεν το κοιτάζει καν. Για όλους τους άλλους αποκάλυψη. Μαύρο, κατάμαυρο λες και είναι πασαλειμμένο με πίσσα. Αυτός που ήταν διάφανος. Ένα μακρόσυρτο ΟΟΟΟΟΟΟΟΟ!!!! ακούγεται. Η μπάντα παίζει Μπετόβεν, τη συμφωνία Νο.3. Μένω ασάλευτος. Τα «γιατί» με καρφώνουν. Γιατί τον τιμώρησαν να ατενίζει την απέναντι οικοδομή και όχι την πόλη που αγαπούσε; Γιατί τον έστησαν να βλέπει τη Δύση; Την Ανατολή μας έδειχνε. Δεν ξέρω εάν πενθούμε γι αυτόν ή για μας. Ακόμη και τα δάκρυά μας για την αδόκητη μετάστασή του πριν καθίσει στον μητροπολιτικό θρόνο είμαι βέβαιος πως τον έπνιξαν. Δεν πίστευε ότι άξιζε τα δάκρυά μας». Βλέπω τον νεαρό αστυνομικό δίπλα μου να δαγκώνει τα χείλη του. Μια γυναίκα με μαντήλι στο κεφάλι κλείνει το στόμα με το χέρι της για να συγκρατηθεί. Δύο ηλικιωμένες πιο πέρα κουνούν το κεφάλι ρυθμικά πέρα δώθε.
«Τι σου έμελε να πάθεις», μοιάζει να λένε.

Ένα σχολιαρόπαιδο πλησιάζει σε απόσταση αναπνοής, σχεδόν το ακουμπάει για να διακρίνει μύτη , στόμα, μάτια. Γυρίζει και φεύγει σηκώνοντας τους ώμους. Δίπλα μου ένας μεσήλικας στηρίζει το βάρος του στη μια πατερίτσα του και ψαχουλεύει στις τσέπες του για κάτι που δεν βρίσκει. Μια ευτραφής κυρία παλεύει να στερεώσει τον ατίθασο κότσο της. Ώρα που βρήκε να λυθεί! Ο ηλικιωμένος ψάλτης, το δεξί χέρι του, αλλάζει πόδι στήριξης και ξανακοιτάζει τώρα την προτομή. Μια πανέμορφη νεαρή γυναίκα ακουμπάει στο δέντρο και ξεφυσάει. Στο χέρι της κρατάει ένα μωβ τριαντάφυλλο. Τη θυμάμαι με μάτια χαμηλωμένα στις αγρυπνίες που χοροστατούσε ο ίδιος. Την ακούω να ψελλίζει, « σε βεβήλωσαν , σε έκαναν νάρκισσο». Ένας αναμαλλιασμένος νεαρός κάθεται στο πεζούλι της πλατείας με τους αγκώνες στηριγμένους στα πόδια και το κεφάλι χωμένο στα χέρια του. Μόλις που διακρίνονται τα μάτια του. Τον παρατηρώ καθώς κατά διαστήματα ελευθερώνει το ένα χέρι και το περνάει πάνω από τα μάτια του. Πηγαίνω κοντά.

«Καλησπέρα σας, γνωρίζετε τον γέροντα στο βάθρο;»
«Συναπαντηθήκαμε και μου χάρισε αυτό το κομποσκίνι και τη σωτηρία μου». Μαζεύει ένα δάκρυ και συνεχίζει. «Ήμουν κρεμασμένος. Η επίσκεψη στον τοπικό μητροπολίτη δεν είχε αποτέλεσμα. Άνοιξα την πόρτα και βγήκα με το κεφάλι κρεμασμένο. Έπεσα πάνω σε έναν ψηλόλιγνο μοναχό. Λες και κάποιος το είχε κανονισμένο. Με κράτησε για να μην πέσω στο στα μάρμαρα. με ρώτησε για το πρόβλημα.
«Τι έχεις παιδάκι μου», άκουσα τη φωνή του βάλσαμο. Του είπα με τα μάτια χαμηλωμένα.
«Περίμενε, αδελφέ μου».

Σε δέκα λεπτά γύρισε με ένα κίτρινο φάκελο που ξεχείλιζε από χαρτονομίσματα. «Πάρε παιδί μου». Έπεσα στα πόδια του. «Ποιος είστε;» Δεν απάντησε. Με στερέωσε στα πόδια μου και χάθηκε. «Γιατί θα πρέπει να υπάρχει η προτομή για να μου θυμίζει;» «Τόλμησα να γίνω εγώ ο ίδιος γλύπτης. Έχω στήσει μέσα μου ανδριάντα με σάρκα και οστά. Εάν χρειάζεσαι να βλέπεις για να θυμάσαι, τον προδίδεις. Είναι πιο κοντά και από την ανάσα μας. Είναι ισχυρός μέσα μας και ανεξίτηλος». Με πιάνει από το μπράτσο και με τραβάει. « Πάμε να φύγουμε κύριε, αυτός βρίσκεται αλλού, εδώ είναι ένα μπρούτζινο κατασκεύασμα, μια νεκροκεφαλή».
«Πλησίασε, δες τα μάτια μου.» Μόνο εγώ άκουσα τη φωνή.
Πλησιάζω. Όχι πολύ κοντά. Κρατώ απόσταση ασφαλείας. Ο θυμός ξεχειλίζει από τα μάτια του. Ο Αθανάσιος Διάκος με σηκωμένη τη σπάθα να θερίζει απίστους. Ποιο κεφάλι θα πέσει τώρα; Περνάω το χέρι μου απάνω από το λαιμό μου. Λες; Κοιτάζω και τα χέρια μου. Καθαρά.
«Συγχώρεσέ μας…»
Σκέφτηκα το γράμμα που ξεκίνησα να γράφω:
«Σεβασμιώτατε,
Εμείς οι πιστοί που γνωρίσαμε τον εκλιπόντα…»

Δεν τόλμησα να συνεχίσω. Το έσκισα. Από την αρχή σκόνταβα στις λέξεις. Δεν ήθελα να φανώ ανεπαρκής Χριστιανός. Κι εάν οι λέξεις δεν είναι οι κατάλληλες; Δεν το έγραψα ποτέ. Το παραδέχομαι. Ήθελα να του γράψω ποια ήταν η επιθυμία του. Συναντήσεις με αδελφούς και αδελφές καθισμένους στο πάτωμα σε έναν κύκλο και να ανταλλάσσουμε σκέψεις και αναμνήσεις. Εκεί θα ερχόταν σίγουρα.

« Σας ευχαριστούμε όλους, να έχετε την ευλογία του». Ήρθε πάλι η φωνή από τον δεσπότη. «Περάστε για ένα κέρασμα». Τη δουλειά σου εσύ, ξύπνησα τον εαυτό μου. Απομακρύνομαι βιαστικά, ενώ η μπάντα παίζει το «Πεπρωμένο». Σηκώνονται oι οι θεατές και οι προσκυνητές να φύγουν, κάποιες πτυσσόμενες καρέκλες κλείνουν μόνες τους.

Τα πόδια ξεκινούν πάλι, προς στην αντίθετη όμως κατεύθυνση.
Φτάνω σπίτι. Επιχειρώ να ξεκλειδώσω την αποθήκη. Το κλειδί δεν υπακούει. Δεν πρέπει να χάνω χρόνο. Ούτε αυτός μπορεί να περιμένει. Κλωτσάω την ετοιμόρροπη πόρτα. Δεν αντιστέκεται. Σκορπίζω γύρω τσαπιά, φτυάρια, πριόνια. Ψαχουλευτά τη βρίσκω, την αρπάζω, τη ρίχνω στον ώμο άτσαλα. Δέκα κιλά βαριοπούλα. Παραπατώ. Καταφέρνω να την ισορροπήσω καλύτερα και ξεκινώ. Βιάζομαι. Αδιαφορώ για τα βλέμματα των τελευταίων πανηγυριωτών. Η όμορφη γυναίκα μένει για λίγο πίσω και φεύγει τελευταία. Κρατάει ακόμη το τριαντάφυλλο. Είμαι πλέον σίγουρος, πλησιάζω. Στέκομαι απέναντι με μάτια καρφωμένα στα μπρούτζινα τα δικά του. Ισορροπώ με τα πόδια ανοικτά. Τη σηκώνω ψηλά και την αφήνω να πέσει στο μαύρο σαν κατράμι κεφάλι. Ήταν ψεύτικο τελικά κι αυτό. Πιο εύκολο απ’ ότι φανταζόμουν. Ανοίγει σε κομμάτια. Το ένα κτύπημα φέρνει το άλλο. Μένει το αστραφτερό βάθρο γυμνό. Κουνάω το κεφάλι καταφατικά. Ένα κομμάτι μπρούτζου σε μέγεθος σπιρτόκουτου πέφτει στα πόδια μου. Σκύβω, το σηκώνω. Είναι το δεξί του μάτι, όπως το ήξερα. Ξαναβρήκε τη λάμψη του. Μισοκλείνω τα μάτια μου.
Φωνές ακούγονται πίσω μου. Δεν δίνω σημασία. Ξέρω πως τον λύτρωσα.

Ιωάννης Κοσμάτος

Ακολουθήστε το Kefalonia Life στο Google News για όλες τις τελευταίες ειδήσεις

spot_img

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΝΕΑ

spot_img
spot_imgspot_imgspot_imgspot_img
spot_img
spot_img