Η χτένα
«Βγάλτε τη μικρή από την γραμμή, αυτήν με τα ξανθά». Έδωσε τη διαταγή, την έδειξε και ήταν κεραυνός. Η μάνα την τράβηξε κοντά της. Δεν είχε τη δύναμη να την κρατήσει πιο σφικτά. Οι στρατιώτες γράπωσαν το χέρι του παιδιού, την έσπρωξαν κι αυτή έπεσε στο λασπωμένο χώμα. Το χέρι της άδειασε. Με κόπο κατάφερε να στηρίξει το κορμί στα τρεμάμενα πόδια. Πρόλαβε να δει τρεις στρατιώτες των SS να απομακρύνονται σχεδόν τρέχοντας, σέρνοντας από το χέρι τη μικρή και να χάνονται πίσω από την παράγκα. «Οφρα , Οφρα», κραύγασε. Οι κρατούμενοι, με τις ριγέ στολές των στρατοπέδων σκελετωμένοι με το μονότονο και άψυχο βήμα χωρίς προορισμό, σήκωσαν τα αναμαλλιασμένα κεφάλια και μετά τα στύλωσαν στα πόδια τους μέσα στα ξεχαρβαλωμένα παπούτσια Η θεόρατη γυναίκα ντυμένη στο χακί, με τα χέρια στη μέση παρακολουθούσε τη μητέρα που πάλευε να διακρίνει την κόρη της. Μετά, ακολούθησε τους τρεις στρατιώτες και χάθηκε κι αυτή. Για τη Χίλντα η στολή με το έμβλημα των SS ήταν σημαντικό επίτευγμα στη ζωή της. Ήταν υπεύθυνη για να διατηρεί στο θάλαμο των κρατουμένων γυναικών την τάξη με ιδιαίτερη ικανότητα στην χρήση του μαστιγίου.
Η Όφρα ήταν το νέο της απόκτημα. Ένα δώρο στα δύο παιδιά της. Χάζευε να τα βλέπει απορροφημένα στο παιγνίδι Της χτένιζε τα μαλλιά ενώ άκουγαν το εμβατήριο SS marschiert ή το Eriκa και τραγουδούσαν μαζί. Την ανέβαζε στα γόνατά της και την κουνούσε μέχρι που έβλεπε τα μάτια της βαραίνουν και να κλείνουν. Την ακουμπούσε στο κρεβάτι προσεκτικά για να μη ξυπνήσει και μετά ξάπλωνε. Κάθε Σάββατο σήκωναν τα μανίκια και όλοι μαζί βούταγαν τα χέρια στη ζύμη, έπλαθαν και έψηναν τα πλετσχέν. Η γλυκιά μυρωδιά ξετρύπωνε και διαχεόταν στο δρόμο
Η δεσμοφύλακας Χίλντα άκουσε την εντολή από μια μεταλλική φωνή. «Όλα τα Εβραιόπουλα να συγκεντρωθούν μέχρι αύριο μπροστά από τα γραφεία της Διοίκησης. Ο Φύρερ αγαπάει τα παιδιά». Κουτρουβάλησε προς το σπίτι. Δεν κατάλαβε πότε έφτασε, άνοιξε την πόρτα, την είδε ξαπλωμένη στο πάτωμα σκασμένη στα γέλια. Δίπλα της τα παιδιά κυνηγούσαν το ένα το άλλο, μέχρι που έπεσαν ξερά στο πάτωμα. Όλη την νύχτα ο ύπνος δεν ήρθε. Ονειρεύτηκε ότι στεκόταν στην κορυφή ενός σπιτιού που κατέρρεε. Κι αυτή στα συντρίμμια να αναζητεί κάτι. Δεν μπορούσε να θυμηθεί τι ήταν. Ξύπνησε, γρύλισε, ένιωσε γουρούνι στριμωγμένο ενώ ο σφάχτης Στριφογύριζε για ώρες στα ιδρωμένα σεντόνια. Σχεδίασε νοητά τρόπους διαφυγής. Την λύτρωνε για λίγο. Ζύγισε το κόστος της άρνησης. Είχε ικετεύσει να εξασφαλίσει αυτή τη δουλειά. Ήταν τιμή γι αυτήν . Την έβγαλαν από τη κουζίνα, της χάρισαν δύναμη. Δεν ήθελε να γκρεμίσει ό,τι έκτισε. Πρέπει να ζήσουμε. Εκείνος κτίζει μια νέα ζωή για τη χώρα μας. Δεν έχουμε το δικαίωμα να δειλιάσουμε. Μας εμπιστεύτηκε. Aυτός ξέρει. Ο άνδρας της στο μέτωπο υπηρετεί τον ίδιο σκοπό. Ποια θα είναι η τύχη των παιδιών; Μα και πάλι, γιατί πρέπει η ζωή να φυτρώνει από το θάνατο; Μέσα στο σκοτάδι άτμιζε με μάτια άγρυπνα, τρελά.
Πήγε ακροπατώντας στο κρεβατάκι της. Παρατήρησε ότι ήταν μικρό πλέον για το μπόι της. Ακούμπησε το μάγουλο στο στόμα της . Ένιωσε ζεστή την ανάσα της. Παρακολούθησε το στήθος της να ανεβοκατεβαίνει ρυθμικά. Ημέρα του διαβόλου. Θυμήθηκε τότε από το πουθενά ένα πρωινό στο χωριό όταν ο πατέρας της έσυρε από το ένα πόδι το κατσίκι που μεγάλωναν. Το δύστυχο βέλαζε ασταμάτητα και στριφογύριζε να ξεφύγει. Βγήκε έξω και δεν το ξαναείδαμε.
Τίποτα δεν πρέπει να σε λυγίζει, τη δίδαξαν. Είσαι από θεϊκή φυλή. Της έκανε μπάνιο με το αγαπημένο της σαπούνι. Της χτένισε τα μαλλιά, της φόρεσε την άσπρη κορδέλα , τη φίλησε στο μέτωπο. Δεν έπρεπε να το κάνει αυτό όταν θα έφτανε εκεί. Κάρφωσε στο στήθος της το κίτρινο αστέρι του Δαυίδ. Η Όρφα σήκωσε το κεφάλι αναζητώντας τη ματιά της για να μάθει. Έστριψε το κεφάλι βιαστικά. Έριξε μια ματιά στην εικόνα του Χριστού. Πως μπορεί να είναι τόσο όμορφος; Την πήρε από το χέρι. Ένα τεράστιο βήμα αυτή ,τρία η Όρφα. Το έσφιγγε μέχρι που έφτασαν στα γραφεία. Χαιρέτησε στρατιωτικά. Ανέβηκε με τη μικρή τα πέτρινα σκαλοπάτια. Την παρέδωσε. Από μακριά οι καμινάδες στην οροφή των γκρίζων χωρίς παράθυρα κτιρίων κάπνιζαν. Τα σύννεφα μπερδεύονταν με τα σχήματα που έφτιαχνε ο καπνός. Ο ουρανός εθισμένος τον ρουφούσε ασταμάτητα. Οι νοικοκυρές με το σάρωθρο μάζευαν τις στάχτες από τις αυλές για να μη γλιστρήσουν έλεγαν αλλά στην πραγματικότητα ήθελαν να ξεγλιστρήσουν από την πραγματικότητα. Σκούπιζαν τα μάτια με την ποδιά τους, κουνούσαν το κεφάλι και δεν μιλούσαν. Βρήκε τη χτένα του παιδιού στη τσέπη της. Την κράτησε από την ξύλινη λαβή και στα κοκάλινα δοντάκια είδε μπλεγμένες λίγες ξανθές τρίχες. Γύρισε σπίτι, πήρε τα φρεσκοπλυμένα πιάτα, έβαλε ένα- ένα μπροστά σε κάθε παιδί, στη μέση την πιατέλα και τα γέμισε με τη ζεστή σούπα. Έβαλε και το δικό της, μα το άφησε αδειανό.
«Πού είναι η Όφρα;»
«Είναι με τη μαμά της.»
Στη δίκη των δύο εβδομάδων έχωνε το χέρι στην τσέπη και έσφιγγε τη χτένα σαν φυλακτό. «Μας έφτιαξε κτήνη», κραύγασε με όση δύναμη της είχε απομείνει σε μια γεμάτη αίθουσα από στολές, κάμερες και στόματα που έχασκαν. «Υπηρετούσαμε ένα καθεστώς που έδινε ζωή, μας έλεγαν αφού πρώτα μας είχαν αφήσει ξέπνοους. Πώς βρεθήκαμε δίπλα σε τέτοιους ανθρώπους; Γιατί ανεχθήκαμε τη λαιμαριά που μας φόρεσαν;»
Στην πολύχρονη φυλάκιση δεν την αποχωρίστηκε. Κάθε πρωί στις οκτώ οι δεσμοφύλακες έβλεπαν τη Χίλντα με το αριστερό χέρι να κρατάει κάτι που μόνο αυτή έβλεπε, με το δεξί να κρατάει την χτένα, να τη σηκώνει ψηλά και μετά να την κατεβάζει από μπρός προς τα πίσω αργά, τελετουργικά.
Ιωάννης Κοσμάτος
6.5.2024